- Νειλώτης
- Νειλώτηςinmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νειλώτης — ο (Α Νειλώτης, θηλ. Νειλῶτις, ιδος) [Νείλος] αυτός που κατοικεί κοντά ή μέσα στον Νείλο νεοελλ. στον πληθ. οι Νειλώτες σύνολο νεγροχαμιτικών λαών με σκούρο δέρμα και πολύ μακριά πόδια, αλλ. νειλωτικό φύλο αρχ. φρ. «νειλῶτις χθών» η χώρα τού… … Dictionary of Greek
Νειλῶται — Νειλώτης in masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νειλώτις — Νειλῶτις, ιδος, ἡ (Α) βλ. Νειλώτης … Dictionary of Greek
νειλωτικός — ή, ό [Νειλώτης] αυτός που αναφέρεται στους Νειλώτες (α. «νειλωτικές γλώσσες» μεγάλη οικογένεια νεγροαφρικανικών γλωσσών οι οποίες μιλιούνται στην κοιλάδα τού Νείλου και στην περιοχή τών Μεγάλων Λιμνών β. «νειλωτικό φύλο» οι Νειλώτες) … Dictionary of Greek